- ἀπολιταργίσαι
- ἀπολιταργίζωhop offaor inf actἀπολιταργίσαῑ , ἀπολιταργίζωhop offaor opt act 3rd sgἀπολιταργίζωhop offaor inf actἀπολιταργίσαῑ , ἀπολιταργίζωhop offaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.